- σκαφιδώνω
- Ν [σκαφίδι]κοιλαίνω κάτι δίνοντάς του το σχήμα σκάφης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαφίδωμα — το, Ν [σκαφιδώνω] βαθούλωμα, κοίλανση … Dictionary of Greek
σκαφιδιάζω — Ν [σκαφίδι] 1. σκαφιδώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σκαφιδιασμένος, η, ο σκαφιδωτός … Dictionary of Greek
σκαφιδωτός — ή, ό, Ν [σκαφιδώνω] αυτός που έχει κοιλανθεί και έχει αποκτήσει το σχήμα σκάφης, σκαφιδιασμένος … Dictionary of Greek
σκαφιδιάζω — και σκαφιδώνω κοιλαίνω κάτι σε σχήμα σκάφης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)